- άγδυτος
- -η, -ο [γδύνω]αυτός που δεν γδύθηκε, ντυμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άγδυτος — η, ο αυτός που δε γδύθηκε, ντυμένος: Ήταν τόσο κουρασμένος, που κοιμήθηκε άγδυτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)